Όσον αφορά τα φυλλοβόλα δενδρώδη και θαμνώδη ή κατά το γενικό όρο ξυλώδη είδη (π.χ. άμπελος, ροδακινιά, αχλαδιά, βερικοκιά, κερασιά, βυσσινιά, δαμασκηνιά, καστανιά, ροδιά, συκιά, βατομουριά, τριανταφυλλιά, κ.λπ.), πρέπει να πραγματοποιούμε το κλάδεμα λίγο αργότερα από την πτώση των φύλλων (ή προς το τέλος της φυλλόπτωσης) έως και πριν την διακοπή του ληθάργου.
Δεν πρέπει να πραγματοποιούμε κλάδεμα νωρίς το φθινόπωρο διότι αφενός τα φύλλα, που την εποχή αυτή είναι ακόμα πράσινα και φωτοσυνθετικά ενεργά, παράγουν χρήσιμες ουσίες για την επόμενη χρονιά, αφετέρου διότι πρέπει να ολοκληρώσουν και τις διαδικασίες σκληραγώγησης των φυτών στο ψύχος. Ανοιξιάτικο κλάδεμα μετά την διακοπή του ληθάργου, δηλαδή μετά την έναρξη επανακυκλοφορίας των χυμών και το φούσκωμα των οφθαλμών, αποδυναμώνει τα φυτά, καθώς αποβάλλει χρήσιμες ουσίες από τις τομές του ξύλου.
Μετά τη φθινοπωρινή φυλλόπτωση, το δέντρο ή ο θάμνος απογυμνώνεται και ο σκελετός του διακρίνεται εύκολα. Έτσι, ο κλαδευτής μπορεί να επιλέξει ποιους βλαστούς θα κοντύνει ή θα αφαιρέσει, ανάλογα με τον τύπο (τάση) βλάστησης του κάθε φυτικού είδους και το σχήμα διαμόρφωσής του. Στις συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας το κλάδεμα μπορεί να λαμβάνει μέρος από το Δεκέμβριο έως και αρχές με μέσα Μαρτίου, κατά προτίμηση μετά το πέρασμα των περιόδων παγετού. Οριοθετούμε χρονικά όμως την έναρξη των εργασιών στην πράξη, σύμφωνα με την έκταση (τα στρέμματα / των αριθμό φυτών) που καλούμαστε να κλαδέψουμε, την ύπαρξη εργατικού δυναμικού και έχοντας σαν δεδομένο την ακαταλληλότητα κάποιων ημερών για εργασία στον οπωρώνα, λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών (παγετός, βροχή, ψυχρός άνεμος, λάσπες κ.λπ.).